χάντρα, η, ουσ.
[<μσν. χάντρα, αραβικής αρχής], η χάντρα. 1. ψεύτικο γυναικείο
κόσμημαπου είναιαπομίμηση αληθινού: «του παράγγειλε ένα
δαχτυλίδι με δυο ρουμπίνια κι αυτός του ’βαλε δυο χάντρες που τις μοσχοπλήρωσε».
2. στον πλ. οι χάντρες, ψεύτικο γυναικείο κολιέ. (Λαϊκό τραγούδι:
οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα
χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες). 3. τα μικρά σφαιρικά κομμάτια με
τρύπα στη μέση, ώστε να περνιούνται σε κλωστή, λουράκι ή αλυσίδα και που όλα
μαζί αποτελούν το κομπολόι: «καθόταν σκεφτικός κι έπαιζε τις χάντρες στα
δάχτυλά του (Λαϊκό τραγούδι: μη βροντοχτυπάς τις χάντρες η δουλειά
κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί). Υποκορ. χαντρίτσα κ.
χαντρούλα, η κ. χαντράκι, το·
- φορώ χάντρα, έχω επάνω μου μια χάντρα, συνήθως σε θαλασσί χρώμα,
ως φυλαχτό κατά της βασκανίας, για να μην τον πιάνει το μάτι: «επειδή είναι
όμορφο κορίτσι, η μάνα της της φοράει χάντρα για το κακό το μάτι». (Λαϊκό
τραγούδι: το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη, να μπει στη χάντρα
που φοράς να μη σε πιάνει μάτι).